- προθεωρός
- -όν, Α [θεωρός]αυτός που προνοεί, που προβλέπει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προθεωρία — ἡ, ΜΑ [προθεωρός] πρόλογος, προοίμιο αρχ. 1. προκαταρκτική παρατήρηση και έρευνα («τῇ προθεωρίᾳ καὶ διασκέψει τῶν γενησομένων», Βασ.) 2. η προηγούμενη εξήγηση 3. πρόγνωση, πρόβλεψη … Dictionary of Greek